- νευρώδη
- νευρώδηςsinewyneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)νευρώδηςsinewymasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)νευρώδηςsinewymasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NERO Domitius — Roman. Imperator, omnium quos terra sustulit, crudelissimus; Hinc proprium nomen in appellativum commutatum est, ut Nerones crudeles, et Neroniores crudeliores dicamus. Est autem Nero (teste Gelliô l. 13. c. 22.) verbum Sabinum, quô significatur… … Hofmann J. Lexicon universale
СИЦИЛИЯ — • Sicilĭa, η̉ Σικελία, также Sicania, Σικανία, по 3 мысам, которые придают острову форму четырехугольника, названная Τρινακρία (= гомеровской Θρινακίη?), У римских поэтов (Horat. Sat. 2, 6, 55) Triquetra самый большой и значительный… … Реальный словарь классических древностей
НЕБРОДСКИЕ ГОРЫ — • Nebrōdes montes, τὰ Νευρώδη όρη, цепь гор, составляющих продолжение Апеннин и идущих по всей Сицилии от востока к западу, н. Мадония. Кроме Этны, которая собственно не принадлежит к этой системе, замечательны вершины на востоке у… … Реальный словарь классических древностей
NEBRODES — mons in Sicilia. Νευρώδη ὄρη Straboni, vitiose Proculdubio pro Νεβρώδη, Solinus c. 11. Sunt et alii montes duo Nebrodes, et Neptunius. Sil. l. 14. v. 237. Nebrodes gemini nutrit divortia fontis, Quo mons Sicaniâ non surgit ditior umbra. Nempe… … Hofmann J. Lexicon universale
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
εννευρόκαυλος — ἐννευρόκαυλος, ον (Α) [νευρόκαυλος] (για φυτά) αυτός που έχει νευρώδη καυλό, δηλ. στέλεχος, βλαστό, κορμό γεμάτο ίνες, νεύρα … Dictionary of Greek
προσωπογραφία — Ζωγραφική απεικόνιση των σωματικών χαρακτηριστικών ενός προσώπου. Η τέχνη της π. απέκτησε με τον καιρό διάφορες σημασίες και ερμηνείες σε στενή συνάφεια με τον πολιτισμό και τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής. Στη Μεσοποταμία και στην αρχαία… … Dictionary of Greek
Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… … Dictionary of Greek
Ντιν, Τζέιμς — (James Dean, Φέρμοντ 1931 – Πάσο Ρόμπλες 1955). Αμερικανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπουδαστής του Άκτορς Στούντιο του Ελίας Καζάν και του Λι Στράσμπεργκ, είχε μια εκθαμβωτική σταδιοδρομία τόσο στο θέατρο όσο και στον… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek